- αξιοκοινωνητος
- ἀξιοκοινώνητοςἀξιο-κοινώνητος21) достойный общения
(διάκονοι Plat.)
2) достойный участвовать(τοῦ ξυλλόγου Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διάκονοι Plat.)
(τοῦ ξυλλόγου Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αξιοκοινώνητος — ἀξιοκοινώνητος, ον (Α) όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀξιοκοινώνητος — worthy of our society masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοκοινωνήτους — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοκοινώνητοι — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)