αξιοκοινωνητος

αξιοκοινωνητος
    ἀξιοκοινώνητος
    ἀξιο-κοινώνητος
    2
    1) достойный общения
    

(διάκονοι Plat.)

    2) достойный участвовать
    

(τοῦ ξυλλόγου Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αξιοκοινωνητος" в других словарях:

  • αξιοκοινώνητος — ἀξιοκοινώνητος, ον (Α) όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀξιοκοινώνητος — worthy of our society masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοκοινωνήτους — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοκοινώνητοι — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»